- χειρουργώ
- χειρουργῶ, -έω, ΝΜΑ [χειρουργός]εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβασηαρχ.1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.)2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῑν», Θουκ.)3. φτειάχνω με τα χέρια μου, κτίζω4. ασκώ μια τέχνη5. παίζω ένα μουσικό όργανο6. παράγω με τεχνικά μέσα («οὐ γὰρ ἐπῳάζουσι διὰ τῶν ὀρνίθων, ἀλλ' αὐτοὶ παραδόξως χειρουργοῡντες», Διόδ.)7. αυνανίζομαι8. (το παθ.) χειρουργοῡμαι, -έομαι(για τόπο) α) καλλιεργούμαι εντατικάβ) (για φαγητό) παρασκευάζομαι με μεγάλη μαγειρική επιδεξιότητα.
Dictionary of Greek. 2013.